λειοκύμων

λειοκύμων
λειοκύμων, -ον (Α)
(για τη θάλασσα) αυτός που έχει ήρεμη, ακύμαντη επιφάνεια, γαλήνιος («λειοκύμονος δὲ οὔσης τῆς θαλάσσης», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κύμων (< κῦμα), πρβλ. α-κύμων, εγ-κύμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λειοκύμων — λειοκύ̱μων , λειοκύμων having low waves masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειοκύμονα — λειοκύ̱μονα , λειοκύμων having low waves neut nom/voc/acc pl λειοκύ̱μονα , λειοκύμων having low waves masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος …   Dictionary of Greek

  • λειοκυμονώ — λειοκυμονῶ, έω (Α) [λειοκύμων] (για πλοία) βρίσκομαι ή πλέω σε λεία, ήρεμη, ακύμαντη θάλασσα …   Dictionary of Greek

  • λειοκύμονι — λειοκύ̱μονι , λειοκύμων having low waves dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειοκύμονος — λειοκύ̱μονος , λειοκύμων having low waves gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”